αναρρωτήριο — το ίδρυμα ή αίθουσα κατάλληλα για τη διαμονή αυτών που βρίσκονται σε ανάρρωση: Ύστερα από το νοσοκομείο έμεινε άλλους τρεις μήνες σε αναρρωτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] … Dictionary of Greek
νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… … Dictionary of Greek
Αχίλλειο — I Ανάκτορο κοντά στο χωριό Γαστούρι της Κέρκυρας, που απέχει περίπου 10 χλμ. ανατολικά από την πρωτεύουσα του νησιού. Χτίστηκε το 1890 91 σε ρυθμό πομπηιανό από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Ραφαήλ Καρίτο ύστερα από παραγγελία της αυτοκράτειρας της… … Dictionary of Greek
Ουντ, Γιακόμπους Γιοχάνες Πιέτερ — (Jacobus Johannes Pieter Oud, Πούρμερεντ 1890 – Ρότερνταμ 1963). Ολλανδός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Ο Ουντ είναι θεωρητικός του ορθολογισμού και πρωτοπόρος της ορθολογιστικής πολεοδομίας, κυρίως όμως είναι ένας από τους μεγαλύτερους… … Dictionary of Greek